πούς

πούς
4228 πούς
{сущ., 93}
нога, ступня.
Ссылки: Мф. 4:6; 5:35; 7:6; 10:14; 15:30; 18:8, 29; 22:13, 44; 28:9; Мк. 5:22; 6:11; 7:25; 9:45; 12:36; Лк. 1:79; 4:11; 7:38, 44-46; 8:35, 41; 9:5; 10:39; 15:22; 17:16; 20:43; 24:39, 40; Ин. 11:2, 32, 44; 12:3; 13:5, 6, 810, 12, 14; 20:12; Деян. 2:35; 4:35, 37; 5:2, 9, 10; 7:5, 33, 49, 58; 10:25; 13:25, 51; 14:8, 10; 16:24; 21:11; 22:3; 26:16; Рим. 3:15; 10:15; 16:20; 1Кор. 12:15, 21; 15:25, 27; Еф. 1:22; 6:15; 1Тим. 5:10; Евр. 1:13; 2:8; 10:13; 12:13; Откр. 1:15, 17; 2:18; 3:9; 10:1, 2; 11:11; 12:1; 13:2; 19:10; 22:8.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πούς" в других словарях:

  • πούς — foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδός — πούς foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσί — πούς foot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»